- υποχόνδριος
- -α, -ο / ὑποχόνδριος, -ον, ΝΜΑ, και υποχόντριος Ν1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους πλευρικούς χόνδρους2. το ουδ. ως ουσ. το υποχόνδριοανατ. καθένα από τα δύο πλάγια τμήματα τής άνω κοιλίας που βρίσκονται κάτω από το σύστοιχο πλευρικό τόξονεοελλ.υποχονδριακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + χόνδρος + κατάλ. -ιος. Τη λ. με την επιστημονική σημ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. hypochondria) και οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. hypochonder, γαλλ. hypocondre)].
Dictionary of Greek. 2013.